Η βιταμίνη D αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την σωστή ανάπτυξη των παιδιών και τη γενικότερη υγεία τους. Ο Παιδοενδοκρινολόγος Δημήτρης Παπαδημητρίου μας αναλύει τα συχνότερα συμπτώματα έλλειψης της Βιταμίνης D στον οργανισμό των παιδιών και μας προτείνει τους πιο κατάλληλους τρόπους για την αντιμετώπισή της.
Πόσο σημαντική είναι η βιταμίνη D για τα παιδιά και ποιος ο ρόλος της;
Η βιταμίνη D είναι εξέχουσας σημασίας για τον αναπτυσσόμενο οργανισμό ενός παιδιού, καθώς είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου, που στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί για την επιμετάλλωση των οστών και την αύξηση αυτών. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια έχουν μελετηθεί και συνεχίζουν συνεχώς να ανακαλύπτονται και εξωσκελετικές δράσεις της βιταμίνης D. Έτσι σήμερα γνωρίζουμε ότι η βιταμίνη D, η οποία ενεργοποιεί υποδοχείς στον πυρήνα του κυττάρου ρυθμίζοντας την έκφραση – δηλαδή τη λειτουργία – του γενετικού μας υλικού, εμπλέκεται εκτός από την ομοιόσταση του ασβεστίου και στη μυϊκή και καρδιακή λειτουργία, στο μεταβολισμό – προλαμβάνοντας το μεταβολικό σύνδρομο και προστατεύοντας την λειτουργία του β-κυττάρου του παγκρέατος (υπεύθυνου για την παραγωγή ινσουλίνης) και κυρίως στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος προστατεύοντας από αυτοανοσία, αλλεργίες αλλά και τον καρκίνο.
Ποια είναι τα πιο συχνά συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης D στα παιδιά;
Συνήθως η έλλειψη βιταμίνης D δεν προβάλλει με κάποιο κλινικό σύμπτωμα πέρα ίσως από επιβράδυνση στο ρυθμό αύξησης και ευαισθησία στις εποχιακές ιώσεις, ή αίσθημα κόπωσης. Ανευρίσκεται, εφόσον ζητηθεί από τον κλινικό γιατρό μετά από εργαστηριακό έλεγχο, ενώ η βαρύτητά της εκτιμάται καλύτερα με την σύγχρονη μέτρηση της παραθορμόνης, του ασβεστίου, του φωσφόρου και της αλκαλικής φωσφατάσης.
Σε σοβαρή υποβιταμίνωση D, δηλαδή ραχίτιδα, μπορεί να υπάρχει στασιμότητα αύξησης, καθυστέρηση σύγκλισης της πρόσθιας πηγής, οστικές παραμορφώσεις, κακή πρόσληψη βάρους και μειωμένη όρεξη, ευαισθησία σε λοιμώξεις και νευρομυϊκά συμπτώματα ποικίλης έντασης από ακαθόριστους μυοσκελετικούς πόνους ως και σοβαρή μυοπάθεια.
Με ποιες ασθένειες συνδέεται η έλλειψη βιταμίνης D στα παιδιά ή σε εγκύους;
Η υποβιταμίνωση D στα παιδία μπορεί να οδηγήσει σε ραχίτιδα, λόγω ανεπαρκούς επιμετάλλωσης του οστού. Στην πράξη, τα οστά μπορεί να παραμορφωθούν (π.χ. κύρτωση κνημών), και να επηρεαστεί η καθ’ ύψος αύξηση. Αντίστοιχα στους ενήλικες (όπου η αύξηση του σκελετού έχει πλέον ολοκληρωθεί) η ανεπάρκεια της βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε οστεομαλακία, που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής μάζας, με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται αδύναμα και εύθραυστα και το άτομο να υποφέρει από πόνους στις αρθρώσεις και στους μυς.
Πέρα όμως από τις επιπτώσεις στον οστικό μεταβολισμό, φαίνεται ότι η βιταμίνη D έχει κυρίαρχο ρόλο και στην διαμόρφωση της εγγενούς και της επίκτητης άμυνας του οργανισμού. Έτσι η ανεπάρκεια της σχετίζεται και με αυξημένη συχνότητα λοιμώξεων καθώς και εμφάνισης αυτοανόσων νοσημάτων (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 κ.α.).
Ειδικότερα για τις εγκύους η επάρκεια σε βιταμίνη D είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς το έμβρυο εξαρτάται αποκλειστικά από τη μητέρα για την σωστή διαμόρφωση του σκελετού του. Επίσης, η επάρκεια βιταμίνης D στην έγκυο και το νεογνό προστατεύει από τα αυτοάνοσα νοσήματα και κυρίως τον Σακχαρώδη Διαβήτη Τύπου 1, η εκδήλωση του οποίου εν πολλοίς εξαρτάται από την ανοσοτροποποίηση (δηλαδή την κατεύθυνση του ανοσοποιητικού προς ίδια αντιγόνα) που συμβαίνει περί την ηλικία των 18 μηνών. Για αυτό η αναπλήρωση στην έγκυο και το νεογνό από την 1η μέρα ζωής είναι μείζονος σημασίας.
Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η ενίσχυση της πρόσληψης βιταμίνης D σε παιδιά και ποιοι είναι οι πιο ενδεδειγμένοι τρόποι (φυσικές πηγές vs φαρμακευτικά σκευάσματα);
Συμπλήρωμα βιταμίνης D με τη μορφή της βιταμίνης D3 (χοληκαλσιφερόλη) απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις που ο τρόπος ζωής (έκθεση στον ήλιο και διατροφή) δεν οδηγεί σε επαρκή επίπεδα, ώστε όχι απλά να μην υπάρχει ανεπάρκεια (δηλ. < 30 ng/ml), αλλά επίπεδα που θα προστατεύουν τον οργανισμό (δηλ. > 40 ng/ml).
Η βιταμίνη D παράγεται κατά κύριο λόγο (80%) στο δέρμα με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β. Η ποσότητα που παράγεται επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως το χρώμα του δέρματος, το βάρος, τη διάρκεια έκθεσης στον ήλιο, τη γεωγραφική θέση, τη χρήση αντηλιακής κρέμας κ.α. Δευτερευόντως μέρος της απαιτούμενης βιταμίνης D (20%) λαμβάνεται από την τροφή. Οι τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D είναι κυρίως το φρέσκο ψάρι, ο κρόκος του αυγού και το φρέσκο γάλα με την προϋπόθεση ότι αυτά προέρχονται από ζώα που ζουν ελεύθερα.
Εφόσον λοιπόν η κύρια πηγή πρόσληψης βιταμίνης D είναι η έκθεση στον ήλιο, γίνεται σαφές γιατί στις σύγχρονες κοινωνίες παρατηρείται αυτό που ονομάζουμε «πανδημία υποβιταμίνωσης D», καθώς οι άνθρωποι εργάζονται και αθλούνται σε κλειστούς χώρους και τα παιδία δεν παίζουν έξω . Αλλά ακόμα και όταν αυτό συμβαίνει χρησιμοποιούμε αντηλιακές κρέμες με υψηλό δείκτη προστασίας με σκοπό την αποφυγή του μελανώματος. Όμως τα αντηλιακά > 8ο εμποδίζουν την σύνθεση της βιταμίνης D.
Δεν είναι επομένως παράξενο ότι τουλάχιστον 40% των παιδιών σήμερα έχει κάποιου βαθμού ανεπάρκεια στη βιταμίνη D. Και κατ’επέκταση δεν είναι υπερβολικό να συστήσουμε προφυλακτική χορήγηση βιταμίνης D σε όλα τα παιδιά. Πιο συγκεκριμένα πρόσφατα δημοσιεύτηκε το άρθρο μας «The big Vitamin D mistake» σε ένα μεγάλο περιοδικό δημόσιας υγείας: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5541280/pdf/jpmph-50-4-278.pdf
Όπου περιγράφονται επακριβώς οι προληπτικά προτεινόμενες δόσεις, οι οποίες είναι ασφαλείς και δεν χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Σε τι ποσοστό παρατηρείται έλλειψη βιταμίνης D στα Ελληνόπουλα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη; Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τη παιδική διατροφή;
Παρόλο που ζούμε σε χώρα με θεωρητικά έντονη ηλιοφάνεια, η γωνία έκθεσης στο ηλιακό φως από το Σεπτέμβριο ως και το Μάϊο (με την εξαίρεση ίσως της νότιας Ελλάδας) είναι τέτοια που δεν οδηγεί σε επαρκή σύνθεση βιταμίνης D με τη συνήθη έκθεση στον ήλιο αυτή την περίοδο. Έτσι το 40% του Ελληνικού πληθυσμού έχει κάποιου βαθμού έλλειψη, με το 27% να έχει σοβαρή ανεπάρκεια σε βιταμίνη D. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το 90% των εγκύων γυναικών έχουν υποβιταμίνωση D.
Όσον αφορά στην οικονομική κρίση, σαφώς και έχει επηρεάσει την παιδική διατροφή, καθώς επιλέγονται περισσότερο συχνά χαμηλής ποιότητας τρόφιμα και junk food. Ταυτόχρονα η πρόσβαση σε ψάρια ανοιχτής θαλάσσης και φρέσκα αυγά που είναι οι κύριες διατροφικές πηγές της βιταμίνης D είναι για τους περισσότερους δύσκολη, ενώ και η κατανάλωση φρέσκου γάλακτος και ποιοτικού κίτρινου τυριού έχει και αυτή πέσει δραματικά.
Πως πρέπει να αντιδράσει ένα γονιός όταν διαπιστώσει διατροφικές διαταραχές στο παιδί του; Σε ποιον πρέπει να απευθυνθεί;
Ο πρώτος σύμβουλος είναι πάντα ο παιδίατρος. Σε περιπτώσεις υποψίας σοβαρών διατροφικών διαταραχών (π.χ. νευρογενής ανορεξία, βουλιμία, υποθαλαμική αμηνόρροια) χρειάζεται συντονισμένη παρακολούθηση και παρέμβαση από Παιδοενδοκρινολόγο, Παιδοδιατροφολόγο και Παιδοψυχολόγο.
Ποιες καθημερινές διατροφικές συνήθειες πρέπει να αλλάξουμε στα παιδιά μας, ώστε να περιορίσουμε τις πιθανότητες εμφάνισης έλλειψης βιταμίνης D;
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω το 80% της απαραίτητης βιταμίνης D παράγεται στο δέρμα με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Αν θέλουμε επομένως να βελτιώσουμε τη βιταμινική μας κατάσταση με φυσικό τρόπο θα πρέπει να εξασφαλίσουμε καθημερινή, επαρκή έκθεση στον ήλιο (σε διάρκεια και επιφάνεια εκτεθειμένου σώματος), χωρίς τη χρήση αντηλιακού, γεγονός που για τους περισσότερους είναι ανέφικτο και για κάποιους ενδεχομένως και επικίνδυνο.
Δυστυχώς η διατροφή και μόνο ακόμα και αν είναι πλούσια σε βιταμίνη D (σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω) δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες μας, ενώ στην Ελλάδα, αντίθετα με χώρες όπως η Φιλανδία και ο Καναδάς, δεν έχουν γίνει ενέργειες ώστε π.χ. όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα να είναι ενισχυμένα σε βιταμίνη D. Συστήνουμε λοιπόν χορήγηση καθημερινή συμπληρώματος βιταμίνης D σε δόση προσαρμοσμένη στην ηλικία του ατόμου. Η πιο καλά απορροφήσιμη (τουλάχιστον 80%) και εύληπτη μορφή (υπάρχει και σε σταγόνες) είναι η χοληκαλσιφερόλη, η οποία παράγεται και από την Ελληνική Φαρμακοβιομηχανία με πραγματικές προδιαγραφές ασφαλείας φαρμάκου παρότι πρόκειται για συμπλήρωμα διατροφής και μάλιστα σε πολύ προσιτή τιμή. Συγκεκριμένα προτείνουμε την λήψη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους πλην ίσως των καλοκαιρινών διακοπών στη θάλασσα των παρακάτω δόσεων χοληκασιφερόλης, οι οποίες τονίζουμε και ασφαλείς είναι και δεν χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης και θα εξασφαλίσουν επίπεδα > 40 ng/ml, μειώνοντας τον σχετικό κίνδυνο νοσηρότητας στο 1.0 (λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσήματα, αλλεργίες, μεταβολικό σύνδρομο, καρκίνος):
Προτεινόμενες ημερήσιες δόσεις (με δεδομένη απορρόφηση 80% της χορηγούμενης ποσότητας και με στόχο επίπεδα > 40 ng/ml στο αίμα με φυσιολογικές τιμές 30-100 και με πιθανή θεωρητική τοξικότητα > 250 ng/ml:
- 1000 IU < 1 έτους από την 1ημέρα ζωής σε νεογνά που τρέφονται με ξένο γάλα και/ή μητρικό θηλασμό
- 1500 IU > 6 μηνών σε αποκλειστικό μητρικό θηλασμό
- 3000 IU > 1 έτους
- 8000 IU σε μεγάλους έφηβους και νεαρούς ενήλικες